Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Η Ελληνίδα νοικοκυρά ιέρεια κι ηρωίδα των δωδεκαήμερων φροντίδων

Δεκέμβριος 2007
«Εκοίταξα τον ουρανό και είδα δυο λαμπάδες,
και με το καλορίζικο καλές σας εορτάδες...»

Το σπίτι, τις δώδεκα μέρες, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, γίνεται εστία και φρούριο των ανθρώπινων αισθημάτων, φωλιά αγάπης και ζεστασιάς, που την περιμένουν με λαχτάρα όσοι ετοιμάζονται να τη ζήσουν, αλλά και με τραγική νοσταλγία εκείνοι που θα τη στερηθούν.

Περίοδος εθίμων που μπορεί να ξεκίνησαν από ανθρώπινες επινοήσεις και φόβους, που μπορεί να τα γέννησε η ανάγκη της σπιτικής αναμονής μπροστά στο μεγάλο φυσικό φαινόμενο της ηλιακής αλλαγής, αλλά που καθαγιάστηκαν από το χριστιανικό συμβολισμό και δανείστηκαν φως, μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, φως από τη νυχτερινή ακολουθία της εκκλησίας, φως από τη σπιτική εστία και τα χαρούμενα δείπνα, φως έπειτα από τα κοσμικά ξενυχτήματα και τα ρεβεγιόν.

Καλότυχοι πάντα όσοι μπορούν να μαζεύονται, χωρίς πολέμους και συμφορές, μπροστά στα εορταστικά αυτά φώτα όσοι μπορούν και κάθονται σε τραπέζια χορταστικά καλότυχες κι οι οικογένειες που χαίρονται τη χριστουγεννιάτικη θαλπωρή, χωρίς πρόσφατους νεκρούς ή άλλους απόντες.

Οι ευχές, που άφθονα κι ανοιχτόκαρδα δίνονται τις ημέρες αυτές στην Ελλάδα, ήταν και είναι μια μαγική περιχαράκωση για ό,τι φοβόμαστε και ποθούμε: - «Καλά Χριστούγεννα!», με τη σκέψη πάντα της υγείας για όλα τα μέλη του σπιτιού. - «Καλή χρονιά!», με την ελπίδα και τον εκβιασμό της τύχης για την εξασφάλιση τουλάχιστον ενός χρόνου χαράς και σοδειάς. Και - «Χρόνια πολλά!», ένα παραπάνω τόλμημα για την ποθητή μακροζωία.

Δεύτερη εκκλησία λοιπόν το σπίτι, τα Χριστούγεννα, συγκεντρώνει τα μέλη του σαν πιστούς και έχει τη λατρεία του γύρω από την Εστία, κι έχει τις δεήσεις τους με τις ατέλειωτες ευχές.

Ιέρεια πρώτη κι απαραίτητη, τιμητικό και ηρωικό πρόσωπο των ημερών αυτών, με συγκινητική φροντίδα και μόχθο για την ετοιμασία του σπιτιού και τους εορτασμούς, στέκεται λες, αιώνες τώρα, πλάι στην εστία, η Ελληνίδα νοικοκυρά: η μάνα, η αδελφή, η σύζυγος, η κόρη. Μια παράδοση ανθρώπινη κι ελληνική, που δεν θα πρέπει να την ξεχνά η νεολαία των κοριτσιών μας!

Οι άντρες πολύ λίγο το καταλαβαίνουν (από τους γέρους που περιμένουν να καλοφάνε, ως τα παιδιά που απαιτούν τα δώρα και τα παιχνίδια τους) πόσο βάρος πέφτει στη νοικοκυρά. Μπορεί σήμερα να τη βοηθάει η βιομηχανική συνεργασία και παραγωγή^ αυτό όμως δεν την απαλλάσσει από την έγνοια της προετοιμασίας που, απλή στην αρχή, γίνεται σιγά - σιγά αγχώδης, ιδιαίτερα με την ομαδική παρότρυνση και τους εθιμικούς εξωτερικούς πειρασμούς.

Συγκρίνοντας τις διαφορές των γενεών δεν πρέπει μόνο να επαιρόμαστε για τα δικά μας αγαθά. Καυχιόμαστε βέβαια ότι μπορούμε με τον ηλεκτρικό φούρνο να ψήνουμε τη γαλοπούλα, με το τηλέφωνο να παραγγείλουμε τα μελομακάρονα, με το διακόπτη να κάνουμε σπιτική φωτοχυσία. Θα πρέπει όμως να σκεφτόμαστε και τη γιαγιά που έβγαινε στο λόγγο να κόψει ξύλα για το φούρνο της, που ξενυχτούσε κοσκινίζοντας για τα Χριστοκούλουρα, που αναζητούσε το κερί ή το λιγοστό πετρέλαιο για τον εορταστικό φωτισμό.

Ας σκεφτόμαστε τις συγκινητικές δυσκολίες των προγενεστέρων μας, για να χαιρόμαστε οργανικά τη συνέχεια του πολιτισμού μας και να συνεχίζουμε με κάποιο ήθος.
Τρία είναι τα θεμελιακά στοιχεία που απασχόλησαν κι απασχολούν το ελληνικό σπίτι και τη νοικοκυρά του τις μέρες αυτές των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια: Η εστία, τα γεύματα και η φιλοξενία.

Η εστία με τη πλατύτερη έννοια της σπιτικής συνοχής και διάρκειας, με την υγεία, τη δύναμη, την ευτεκνία και τη χαρά, έπρεπε να συντηρεί, όλο το 12ήμερο, την πυρά και το φως της, που θα έδιωχναν τα ενοχλητικά πνεύματα (τους καλικάντζαρους), θα εκάθαιραν το σπίτι από κάθε πιθανό μίασμα και θα οδηγούσαν στη διατήρηση της ζωής για το χρόνο που άρχιζε. Τα μεγάλα κλαριά για τη φωτιά (τα χριστόξυλα) κι η αρωματική στάχτη τους, έπρεπε να μένουν αναμμένα ως την ημέρα τ' Αγιασμού.

Εκεί γύρω από την εστία (τη «γωνιά» ή το «τζάκι») μαζεύονταν η οικογένεια (το πιο παραδοσιακό ελληνικό ρεβεγιόν) κι έκαναν τις σπιτικές τελετές πριν ξημερώσει του Χριστού: το «πάντρεμα της φωτιάς» ή τη σπονδή με το κρασί και την κουλούρα της γωνιάς).

Αγρυπνος ανεφοδιαστής πάντα, και της φωτιάς και του ποτού και της λιχουδιάς, η νοικοκυρά χαιρόταν να βλέπει τη συγκέντρωση των δικών της και ν' ακούει το χαρούμενο «μιληταριό», που, περνώντας οι γιορτές, θα το έχανε.

Εστιακό επίσης έθιμο ήταν και το στόλισμα του σπιτιού με την απλή πρασινάδα του λόγγου (τη μυρτιά ή το σκίνο, τη δάφνη και την κουμαριά), με τα πορτοκάλια στα πιάτα και στα παράθυρα, που αντικατέστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα στολίδια του.

Τα γεύματα έπειτα, πάντα πιο πλούσια και στον πιο φτωχό, έχουν τη μαγική επιδίωξη της ευφορίας: «Όπως τρώμε σήμερα, να τρώμε όλο το χρόνο». Είναι μια συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να εκβιάσουν τη ζωή να μην αφήνει πεινασμένους στο διάβα της. Από 'δω πηγάζουν κι οι κοινωνικές φροντίδες μας για τους φτωχούς, από 'δω και η εντονότερη «φιλανθρωπική» κίνηση που χαρακτηρίζει από παλιότερα τις γιορτές.
Το τραπέζι στο σπίτι δεν ξεστρώνεται για να τρώνε κι οι περαστικοί. Ακόμα και τα ζώα πρέπει να φάνε καλύτερα. Μπορεί να τα ρωτήσει ο Χριστός ή ο Αι - Βασίλης (ποια εταιρεία ζωοφίλων σκέφτηκε τέτοια κύρωση;).

Ακολουθεί η φιλοξενία. Από αυτή ξεκινά η μεγάλη φροντίδα για τα πολλά γλυκίσματα του Δωδεκαημέρου. Δεν είναι μόνο η εγκάρδια διάθεση και η σπιτική αξιοπρέπεια που επιβάλλουν πάντα να προσφέρεις κάτι ευχάριστο στους ξένους αλλά και η μαγική «ομοιοπαθητική» επιδίωξη, να γίνει γλυκιά και η διάθεση των επισκεπτών σου, και να είναι γλυκό και το αποτέλεσμα των ευχών τους. Γενικότερα η άφθονη διάθεση γλυκισμάτων τις μέρες αυτές (σε ξένους και σπιτικούς) αποβλέπει και σε μια καλοσύνεψη των πνευμάτων, σε μια γλυκιά διάθεση αγάπης και στοργής.
«Πάντα γλυκασμένοι να' στε!». Απλή ευχή, αλλά τόσο απαραίτητη για τη δύσκολη ζωή μας, με τα άγχη, τις αυθαιρεσίες και τους φανατισμούς.

Να θίξω κι ένα μελαγχολικό ερμήνευμα για μερικά μειλίγματα (μελομακάρονα, βασιλόπιτα κ.ά.) ότι αποτελούν θύμιση και προσφορά στους νεκρούς. Γιατί όχι; Χρειαζόμαστε και εκείνων τη «συμπαράσταση» για όσα μας ανησυχούν ή επιδιώκουμε στη ζωή μας.

Στη μοντέρνα ζωή μας το 12ήμερο είναι περίοδος «μεταβατήρια», όχι τόσο από το χειμώνα στην άνοιξη (στο «άνοιγμα» του καιρού) όσο από τον ένα στον άλλο. Συντελείται σε όλους μας μια ψυχική αναστάτωση με την αλλαγή αυτή. Πάμε προς το άγνωστο. Η ως τα τώρα εμπειρία μας κάνει επιφυλακτικούς: Τι άλλο θα μας συμβεί; Όλα τα δημοσιεύματα, ανασκοπήσεις και προγνωστικά, θόρυβοι και παράτες κι επίσημοι εορτασμοί, είναι κι αυτά εκδηλώσεις «αστρολογικές» για το νέο χρόνο. Μεγέθυνση λαϊκών εθίμων είναι οι φανταχτεροί ηλεκτροφωτισμοί στις μεγαλουπόλεις, οι τελετές, τα φιλανθρωπικά λαχεία, οι σωματειακές βασιλόπιτες, τα πολυτελή δώρα, όπως και ο... 13ος μισθός.

Το σπίτι όμως μένει στην αρχική του παράδοση με ελάχιστες εξελίξεις. Κρατεί τη χαρά της συγκέντρωσης, τη ζεστασιά της αγάπης, την αρχοντιά της φιλόξενης μορφής του εορτασμού. Και στην αρχοντιά αυτή, μεγαλόπρεπη και ιερατική, προβάλλει, όπως είπαμε, η παραδοσιακή υπόσταση της Ελληνίδας νοικοκυράς.
Δικαιολογημένη καταξίωση για την προσωπικότητά της κι ο τίτλος της «αρχόντισσα» που θα της δώσουν τα παιδικά κάλαντα:
«...συ είσαι αρχόντισσα, κυρία!...».

Ελένη Λάμπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια: