Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Δεκέμβριος 2007

Φαδοκούβαρο. Το κουβάρι με το υφάδι, που με τη βοήθεια της ανέμης, γινότανε μασούρι και το έβαζαν στη σαΐτα για την ύφανση.

Φαΐ. Η λιωμένη ελιά από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού. Επίσης τα υλικά με τα οποία « γεμίζουμε» διάφορες πίτες ή γλυκά ταψιού.

Φαρμακώνω. Δηλητηριάζω. Και φαρμακώθηκα, δηλητηριάστηκα, αυτοκτόνησα. Σημαίνει και στεναχώρια (με φαρμάκωσαν τα λόγια που μου 'πες). Σημαίνει ειρωνικά και το φαγητό (φαρμάκωσες κάνα φαΐ της προκοπής;), (κάτσε να φαρμακώσεις και να σου λείπουν οι γκρίνιες).

Φαρσί. (Τα ήξερε φαρσί), λέμε για το μαθητή που αποστηθίζει άπταιστα και γρήγορα το μάθημα του. Επίσης με την ίδια σημασία χρησιμοποιούμε και τη λέξη «νεράκι» (τα 'μαθε νεράκι).

Φεγγαρόλια. Παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με αμάδες, τις οποίες χτυπούσαν με το πόδι.

Φεγγίτης. Κυκλοτερές ή ορθογώνιο συνήθως υαλόφρακτο άνοιγμα της στέγης ή στο πάνω μέρους του τοίχου, διαμέσου του οποίου μπαίνει το φως της ημέρας, σε δευτερεύοντα ή «κλειστά» δωμάτια.

Φελάω. Ωφελώ, έχω αξία, είμαι χρήσιμος. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν αξίζω, δεν είμαι χρήσιμος κ.λπ., λέμε «δεν φελάω» (δεν φελάω για τίποτα). Το λέμε και για αντικείμενα, τρόφιμα κ.λπ (το φαγητό δεν φελάει).

Φέρμελη. Χρυσοστολισμένο και πολυκέντητο γιλέκο, που φοριόταν με τη φουστανέλα. Ήταν σταυρωτό με ψευτομάνικα. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.

Φέρτε. Έκφραση για όσους έτρεχαν (τον είδα που πήγαινε στο χωράφι, φέρτε), που σημαίνει γρήγορα, ενώ το τελευταίο (ε) το κρατούσαν (πήγαινε φέρτεεεεεε).

Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα).

Φιδοκαμένος. Αυτός που έχει υποστεί πάρα πολλά στη ζωή του. Οικονομικές καταστροφές, οικογενειακές και προσωπικές ατυχίες.

Φιλέτρας (φλέτρας). Είδος πεταλούδας.

Φιλιτράω. Φτερουγίζω.

Φλακί. Κατσικίσιο ή προβατίσιο κομμάτι δέρμα (50 Χ 50 εκατοστά περίπου). Πάνω σ' αυτό ζύμωναν ψωμί σε μικρές ποσότητες. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσοπάνηδες στα μαντριά.

Φλάσκα. Ο καρπός της φλασκιάς (νεροκολοκυθιάς), που χρησιμοποιείται σαν δοχείο. Επίσης δοχείο νερού ή κρασιού, κυρίως από ξύλο (τσότρα). Φλάσκες λέγανε κοροϊδευτικά και τις κοντόχοντρες γυναίκες, που επιπλέον είχαν και φουσκωμένα μάγουλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: